αυτοματικός

αυτοματικός
η , ό[ν] автоматический; непроизвольный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυτοματικός" в других словарях:

  • αυτοματικός — ή, ό 1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του 2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αυτοματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς την επέμβαση της βούλησης ή άμεσης εξωτερικής αιτίας: Η κίνηση των βλεφάρων είναι αυτοματική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημιαυτοματικός — ή, ό βλ. ημιαυτόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»